- ζούφιος, -ια, -ιο
- 1. κούφιος, χωρίς ψίχα: Ζούφιο καρύδι.2. κενός άνθρωπος, ανόητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζούφιος — και ζούφος, ια, ιο και ζουφός, ή, ό και ζοφός, ή, ό 1. ισχνός, ατροφικός, αμέστωτος 2. (για καρπό) κούφιος, αυτός που η ψίχα του είναι κούφια, ισχνή, ατροφική («ζούφια καρύδια») 3. μτφ. για πρόσ. ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. μσν. ζοφός < αρχ. σομφός… … Dictionary of Greek
τζούφιος — α, ο, Ν ζούφιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού επιθ. ζούφιος (βλ. λ. ζούφιος)] … Dictionary of Greek
ζουφιάζω — και ζοφιάζω [ζούφιος] γίνομαι ζούφιος … Dictionary of Greek
ζουφός — ή, ό και ζοφός, ή, ό βλ. ζούφιος … Dictionary of Greek
ζοφός — (I) ή, ό [ζόφος] ζοφερός, σκοτεινός. (II) ή, ό ζούφιος … Dictionary of Greek